σολόδερμα

σολόδερμα
το, Ν
1. ειδικά κατεργασμένο χοντρό δέρμα για σόλες, κάττυμα
2. σόλα
3. κομμάτι από καουτσούκ ή άλλη ύλη για πέλμα υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σόλα + δέρμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμίαντο — το [αμίαντος] τεχνολ. 1. (gas mantle) ύφασμα εμβαπτισμένο σε χημικές ουσίες (κυρίως άλατα σπάνιων γαιών) που εκπέμπει έντονο λευκό φως όταν θερμανθεί με τη βοήθεια φλόγας. Χρησιμοποιείται σε λάμπες αερίου και πετρελαίου 2. είδος λευκού δέρματος… …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”